Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

τελικά τι θέλει ο ποιητής

διαβάζεις τέτοια κείμενα
και αναριώτιεσαι. Ο σκοπός είναι
να συνοδεύουν κρασί και τυρί σε βραδινές συνεστιάσεις
σε Λονδίνο/Παρίσι/κλπκλπ
ή να έχουν κάποιο πολιτικό αντίκρισμα;
Δε θέλω να είμαι ισοπεδωτικός,
πιστεύω ότι ενίοτε έχουν,
αλλά θα ήθελα να σκεφτούν άλλοι
και να μου εξηγήσουν κάποιες πολιτικές προεκτάσεις
του συγκεκριμένου λογυδρίου του κυρίου,
εκτός από την ρητορική απόλαυση
του πνευματικού αυνανισμού,
στον οποίο μας επιτρέπει να συμμετέχουμε.

Άσχετο.
Το βιβλίο ενός άλλου κυρίου,
του W. Connolly, με τίτλο Pluralism
είναι ένα από τα καλύτερα, ίσως το καλύτερο
που έχει γράψει, μολονότι
κι αυτός το συνέθεσε
κάπου στα διαλείμματα μεταξύ παρτίδων
τέννις στο σπίτι του στη Βαλτιμόρη,
σινεμά, ποδηλατοδρομιών
και άλλων, λιγότερο "εναλλακτικών"
διαδρομών με το Cherokee.
Όχι, δεν αναρωτιέμαι
γιατί λέει στο βιβλίο (εναντίον Νέγκρι κλπ)
ότι ο 'μετασχηματισμός' (transformation)
δεν είναι ούτε στα σκαριά ούτε αναγκαίος.
Ας ζούσε σε καμιά φαβέλα της Μπραζίλ
να δούμε τι θα έλεγε.
Όχι, δε με έχει πιάσει κρίση
ταξικής μνησικακίας,
αλλά καλό είναι να θυμόμαστε,
και να αναρωτιόμαστε,
για ορισμένες κοινωνικές/υλικές προϋποθέσεις
του λόγου (με μικρό λ, σαν το μικρό α)
ΑΣΧΕΤΑ από τα κίνητρά μας. Και δηλαδή ποιος/α μπορεί να υποστηρίξει ότι
έχει 'αγνά' κίνητρα, ιδίως αν έχει ψυχαναλυτικές καταβολές;
Η αθωότητα πέθανε μαζί με το παρθένο ελαιόλαδο.
Ο Ντελέζ, όμως, ζει και βασιλεύει
μετά την αποψίλωση όλων των δένδρων
του Αμαζονίου.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

Φρουντ, Λακαν, Γκραμσι, Μαρξισμος και στο τελος...Λακλαου!


Από το On populist Reason [ή εναλλακτικά On Populist Treason], σελ 106 [όχι πως κανείς θα το διαβάσει... ]

Η κυριότερη οντολογική συνέπεια της Φροϋδικής ανακάλυψης του ασυνειδήτου είναι πως η κατηγορία της αναπαράστασης δεν αναπαράγει απλώς σε ένα δεύτερο επίπεδο μια προηγούμενη πληρότητα που μπορεί άμεσα να συλληφθεί, αλλά η αναπαράσταση συνιστά το απόλυτα πρωταρχικό επίπεδο συγκρότησης της αντικειμενικότητας. Ιδού γιατί δεν υπάρχει νόημα που να μην είναι εξαρχής υπερκαθορισμένο. Με την πληρότητα της αρχέγονης (primordial) μητέρας (που είναι ένα απολύτως μυθικό αντικείμενο) δεν υπάρχει καμιά επιτευχθείσα απόλαυση παρά διαμέσου της ριζικής επένδυσης στο μικρό αντικείμενο α . Έτσι, το μικρό αντικείμενο α γίνεται η πρωταρχική οντολογική κατηγορία. Αλλά η ίδια ανακάλυψη (όχι απλώς μια ανάλογη) ισχύει εάν ξεκινήσουμε από την οπτική της πολιτικής θεωρίας. Καμία κοινωνική πληρότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί, παρά διαμέσου της ηγεμονίας και η ηγεμονία δεν είναι τίποτε παραπάνω από την επένδυση σε ένα επί μέρους αντικείμενο, μιας καθαρά μυθικής πληρότητας που πάντα θα μας διαφεύγει ...Οι λογικές του μικρού αντικείμενου α και της ηγεμονίας δεν είναι απλώς παρόμοιες - είναι ταυτόσημες, γεγονός που εξηγεί γιατί στην μαρξιστική παράδοση η γκραμσιανή στιγμή αναπαριστά μια σημαντική επιστημολογική τομή: ενώ ο μαρξισμός είχε παραδοσιακά το όνειρο της πρόσβασης σε μια συστημικά κλειστή ολότητα (ο σε τελευταία ανάλυση καθορισμός από την οικονομία, κτλ...) η ηγεμονική προσέγγιση έρχεται σε ρήξη με την ουσιοκρατική κοινωνική λογική. Ο μόνος δυνατός ολοποιητικός (totalizing) ορίζοντας δίδεται από μια μερικότητα (την ηγεμονική δύναμη) που αναλαμβάνει την αναπαράσταση μιας μυθικής ολότητας. Με λακανικούς όρους: ένα αντικείμενο προβιβάζεται στην τάξη του πράγματος. Υπό αυτή την έννοια, το αντικείμενο της ηγεμονικής επένδυσης δεν είναι δευτερεύον vis-a-vis του πραγματικού πράγματος που θα ήταν μια πλήρως συμφιλιωμένη κοινωνία ...: είναι απλώς το όνομα της πληρότητας εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού ορίζοντα, το οποίο, ως επιμέρους αντικείμενο μιας ηγεμονικής επένδυσης, δεν είναι υποκατάστατο, αλλά το σημείο συνάντησης δεσμών πάθους

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

Σιγην Ιχθυος



Ως συνδιαχειριστής και συνδιαμορφωτής του ιστολογίου τούτου οφείλω να απολογηθώ για την απουσία κειμένων. Βλέπετε δεν αντιμετωπίζουμε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα με τις αναρτήσεις μας - απλώς κάποιοι απολαμβάνουν την εκκωφαντική σιωπή του (ανα)στοχασμού. Και για να μην ενδώσω με την σειρά μου σε αυτού του είδους τις θεωρητικές παρλαπίπες, ας πω καμια άλλη μαλακία και ας απευθύνω έκκληση στον έτερο συνδιαχειριστή, στους εκλεκτούς συντρόφους και εκλεκτές συντρόφισσες να θέσουν ενώπιων μας τις προτάσεις τους για το ιστολόγιο αυτό. Η διαδικασία που προτείνεται είναι η εξής: θα τεθούν όλες οι προτάσεις και θα υπάρξει απόπειρα συναινετικής απόφασης. Εάν και μόνο εάν κατι τέτοιο αποβεί ανέφικτο, τότε Εγώ, ο συν-διαχειριστής, συν-δικαλιστής, συν [όχι Συρριζα], ο συν-ενας, θα αποφασίσω, γεγονός που θα οδηγήσει στην σταδιακή διαγραφή όλων σας απο το μπλογκ αυτό και στην δημιουργία άλλων αποσχιστικών μπλογκ, με ονόματα: The peoples front of Judaea και the Judean peoples front.

Ωστόσο, κάτι τέτοιo είναι δύσκολο να γίνει γιατί κανένας δεν βλέπω να ενδιαφέρεται.

Σύντροφοι και Συντρόφισσες,

Βρισκόμαστε ενώπιον μιας ιστορικής συγκυρίας. Έχουμε για πρώτη φορά στην πορεία όλων αυτών των ετών την δυνατότητα να πλάσουμε ένα ελεύθερο αυτοδιαχειριζόμενο ιστολόγιο! Η θεματολογία του οφείλει και πρέπει να είναι ανοικτή [όπως κάθε αριστερός χώρος] για όσους και όσες έχουν επαφή με την πολιτική, την θεωρία, τις τέχνες [στα τρια το ένα δώρο] και γελούν ακούγοντας την λέξη βεβηλόσοφερ...Και να μην ξεχνιόμαστε, τόσο ανοικτή όσο οι διαχειριστές θέλουν - δεν υπάρχει τίποτε πιο παραπλανητικό απο την φλωρο-φιλελευθερο-ναϊφ έννοια «ανοικτότητας» [Όσοι έχουν ενστάσεις με την λέξη 'φλώρο' , ας τους πω ότι δεν την παίρνω (απο) πίσω. Να βλέπω αποχωρήσεις παρακαλώ!]

Εμπρός, ας μην φοβηθούμε να ξαμολήσουμε τα απόβλυτα πνεύματά μας στον ορισμένο ετούτο χώρο, να συνομιλήσουν, να διαφωνήσουν, να παλέψουν, να τραυματιστούν...εμπρός, όχι για μία, αλλά για πολλές μη αναγκαίες Aufhebung...

Το μέλλον διαρκεί πολύ, εμείς πόσο;

Με συντροφικές αγκαλιές και μαχαιρώματα


Υ.γ: και για να κάνω και κανεναν άλλο να συνεισφέρει στον πλούσιο προβληματισμό μου, θέτω ευθύς εξαρχής το παρακάτω κουϊζ: Βρείτε σε ποιον ανήκει η καλύβα της φωτογραφίας και κερδίστε πλούσια δώρα, π λ ο ύ σ ι α δώρα. [δωροθέτης είναι ο έτερος συνδιαχειριστής]

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΒΕΒΗΛΟΣΟΦΕΡ

Kyrioi kai Kyries,

igkiken i wra kai to mega keno sto sympan tou politikofilosofikou diadiktiou epitelous plirwthike (me thn anfisimia tou orou na tonizetai).
Skopos tou Blog einai i dimiourgia enos koinou xwrou katarxin praksis (molotof mpaxala klp) kai kata deyteron dialogou.Mias kai polloι apo aytous pou tha elpizame na exoume tin timi na ginoun energa (kai giati oxi, pathitika) meli mas einai skorpismena stis 4 gwnies tis (opio to oksimoro) tis stroggilis gis, aytos o tropos thematopoiisis problimatikwn kai diatipwsis entasewn krinetai mallon o pio eyeliktos kai eynoikos.

Elpizoume i prospatheia mas na mi pesei sto keno
(ki ama pesei, tha sas trabiskoume kai sas sto bourko!!)

Tin kalispera mas,

Κόπεν και Χάγης

The Godfather, Part IV

Xairetizw tinprospatheia tou wannabe vevilospher ggianakopoulou kai ws onomatoditis tou Blog den mporw na min eimai kai NOIMATODOTIS. Apenanti stin metamonterna lailapa pou dernei kai ton idriti tou blog alla kai pleista osa apo ta meli pou tha proskalesei kaloumai (kai na eiste sigouroi giayto, me kathe eyxari-stysi) na ensarkwsw kai oxi na ipodithw to rolo tou thewritikou MPATSOU.

"Das Allgemeine des Begriffs ist das erreichte Jenseits", h me alla logia:
"THERE CAN BE BE ONLY ONE"

Edw tha maste kai tha ta leme.

PS. O nikitis tis prwtis sillogistikis thematikis tha kerdisei dwro mia bdomada stin kalyba tou Heidegger mazi me to gaidaro pou koubalage tin allilografia tou Megaaaaaaaalou stoxasti kai me tin teleytaia boskopoula pou tis edeikse to "dasein tou"...

Thewritiko mpatso brikame
dwro brikame
Gianakopoule bres THEMATIKI!!!!!!

Bis demnächast,

A.

georges Βλετσος




Βέρα στο δεξί


Φαίνεται πως η κ. Γιαννάκου, τώρα που τελειώνει η σεζόν, πάει να βάλει βέρα στο δεξί στο σίριαλ με την οριστική της απόφαση για το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού.
Κάτι πατριώτες της Δεξιάς (και εστέτ της Αριστεράς), κάτι τα γερόντια της Ακαδημίας Αθηνών και ιδού το γερούντιον: «το γράφειν», όπως αποδείχθηκε, δεν είναι, ως θα όφειλε, απροϋπόθετο. Πράγμα που εξηγεί γιατί η συγγραφική ομάδα της κ. Ρεπούση ενέδωσε σε πιέσεις. Διότι, το ερώτημα δεν είναι «Ποιος θα διορθώσει ποιον;» όπως ορθά παρατήρησε ο ιστορικός Β. Παναγιωτόπουλος, αλλά πως ένας «διάλογος» είναι ή δεν είναι κάτι στο οποίο ενδίδει κανείς;
Παράδειγμα; Οι δραματικές συνθήκες εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας συνιστούσαν πράγματι «συνωστισμό» (ο χαρακτηρισμός απαλείφθηκε). Και, το «Κυπριακό ζήτημα» (απαλείφθηκε κι αυτό) είναι πράγματι «ζήτημα», δηλαδή «πρόβλημα» όπως ήθελε- και το πέτυχετο υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η πραγματικη Αμερικανικη Αριστερα



του Slavoj Zizek


Zack Snyder's 300, the saga of the 300 Spartan soldiers who sacrificed themselves at Thermopilae in halting the invasion of Xerxes' Persian army, was attacked as the worst kind of patriotic militarism with clear allusions to the recent tensions with Iran and events in Iraq - are, however, things really so clear? The film should rather be thoroughly defended against these accusations.

There are two points to be made; the first concerns the story itself - it is the story a small and poor country (Greece) invaded by the army of a much larges state (Persia), at that point much more developed, and with a much more developed military technology - are the Persian elephants, giants and large fire arrows not the ancient version of high-tech arms? When the last surviving group of the Spartans and their king Leonidas are killed by the thousands of arrows, are they not in a way bombed to death by techno-soldiers operating sophisticated weapons from a safe distance, like today's US soldiers who push the rocket buttons from the warships safely away in the Persian Gulf? Furthermore, Xerxes's words when he attempts to convince Leonidas to accept the Persian domination, definitely do not sound as the words of a fanatic Muslim fundamentalist: he tries to seduce Leonidas into subjection by promising him peace and sensual pleasures if he rejoins the Persian global empire. All he asks from him is a formal gesture of kneeling down, of recognizing the Persian supremacy - if the Spartans do this, they will be given supreme authority over the entire Greece. Is this not the same as what President Reagan demanded from Nicaraguan Sandinista government? They should just say "Hey uncle!" to the US... And is Xerxes's court not depicted as a kind of multiculturalist different-lifestyles paradise? Everyone participates in orgies there, different races, lesbians and gays, cripples, etc.? Are, then, Spartans, with their discipline and spirit of sacrifice, not much closer to something like the Taliban defending Afghanistan against the US occupation (or, as a matter of fact, the elite unit of the Iranian Revolutionary Guard ready to sacrifice itself in the case of an American invasion? The Greeks main arm against this overwhelming military supremacy is discipline and the spirit of sacrifice - and, to quote Alain Badiou: "We need a popular discipline. I would even say /.../ that 'those who have nothing have only their discipline.' The poor, those with no financial or military means, those with no power - all they have is their discipline, their capacity to act together. This discipline is already a form of organization." In today's era of hedonist permissivity as the ruling ideology, the time is coming for the Left to (re)appropriate discipline and the spirit of sacrifice: there is nothing inherently "Fascist" about these values.

But even this fundamentalist identity of the Spartans is more ambiguous. A programmatic statement towards the end of the film defines the Greeks' agenda as "against the reign of mystique and tyranny, towards the bright future," further specified as the rule of freedom and reason - sounds like an elementary Enlightenment program, even with a Communist twist! Recall also that, at the film's beginning, Leonidas outrightly rejects the message of the corrupt "oracles" according to whom, gods forbid the military expedition to stop the Persians - as we learn later, the "oracles" who were allegedly receiving the divine message in an ecstatic trance were effectively paid by the Persians, like the Tibetan "oracle" who, in 1959, delivered to the Dalai-lama the message to leave Tibet and who was - as we learned today - on the payroll of the CIA!

But what about the apparent absurdity of the idea of dignity, freedom and Reason, sustained by extreme military discipline, including of the practice of discarding the weak children? This "absurdity" is simply the price of freedom - freedom is not free, as they put it in the film. Freedom is not something given, it is regained through a hard struggle in which one should be ready to risk everything. The Spartan ruthless military discipline is not simply the external opposite of the Athenian "liberal democracy," it is its inherent condition, it lays the foundation for it: the free subject of Reason can only emerge through a ruthless self-discipline. True freedom is not a freedom of choice made from a safe distance, like choosing between a strawberry cake or a chocolate cake; true freedom overlaps with necessity, one makes a truly free choice when one's choice puts at stake one's very existence - one does it because one simply "cannot do it otherwise." When one's country is under a foreign occupation and one is called by a resistance leader to join the fight against the occupiers, the reason given is not "you are free to choose," but: "Can't you see that this is the only thing you can do if you want to retain your dignity?" No wonder that all early modern egalitarian radicals, from Rousseau to Jacobins, admired Sparta and imagined the republican France as a new Sparta: there is an emancipatory core in the Spartan spirit of military discipline which survives even when we subtract all historical paraphernalia of Spartan class rule, ruthless exploitation of and terror over their slaves, etc.

Even more important is, perhaps, the film's formal aspect: the entire film was shot in a warehouse in Montreal, with the entire background and many persons and objects digitally constructed. The artificial character of the background seems to infect "real" actors themselves, who often appear as characters from comics rendered alive (the film is based on Frank Miller's graphic novel 300). Furthermore, the artificial (digital) nature of the background creates a claustrophobic atmosphere, as if the story does not take place in "real" reality with its endless open horizons, but in a "closed world," a kind of relief-world of closed space. Aesthetically, we are here steps ahead of the Star Wars and Lord of the Rings series: although, in these series also, many background objects and persons are digitally created, the impression is nonetheless the one of (real and) digital actors and objects (elephants, Yoda, Urkhs, palaces, etc.) placed into a "real" open world; in 300, on the contrary, all main characters are "real" actors put into an artifical background, the combination which produces a much more uncanny "closed" world of a "cyborg" mixture of real people integrated into an artificial world. It is only with 300 that the combination of "real" actors and objects and digital environment came close to create a truly new autonomous aesthetic space.

The practice of mixing different arts, of including in an art the reference to another art, has a long tradition, especially with regard to cinema; say, many Hopper's portraits of a woman behind an open window, looking outside, are clearly mediated by the experience of cinema (they offer a shot without its counter-shot). What makes 300 notable is that, in it (not for the first time, of course, but in a way which is artistically much more interesting than, say, that of Warren Beatty's Dick Tracy), a technically more developed art (digitalized cinema) refers to a less developed one (comics). The effect produced is that of "true reality" losing its innocence, appearing as part of a closed artificial universe, which is a perfect figuration of our socio-ideological predicament. Those critics who claimed that the "synthesis" of the two arts in 300 is a failed one are thus wrong for the very reason of being right: of course the "synthesis" fails, of course the universe we see on the careen is traversed by a profound antagonism and inconsistency, but it is this very antagonism which is an indication of truth.

Για τον Αναγνωστακη [Αυγη]

Του Κώστα Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Αυγή 16.09.2007

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, |Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίηση και ιδεολογία|, εκδόσεις Κέδρος, σ. 266

Κείμενα τριάντα πέντε χρόνων (1972-2005) συναπαρτίζουν το ανά χείρας βιβλίο του Γιάννη Δάλλα. Κείμενα γραμμένα με αφορμή και με μορφή ανακοινώσεων, σε επιστημονικά ή λογοτεχνικά συνέδρια, κριτικών και αφιερωμάτων σε περιοδικά και σεμινάρια προς τιμήν του ποιητή που, συνδυασμένα-ταξινομημένα τώρα σε τρεις ομόκεντρες ενότητες, συγκροτούν οπτικές γωνίες, το άνοιγμα των οποίων επιτρέπει επάλληλες και πολυεπίπεδες αναγνώσεις όλων των πτυχών που συνθέτουν το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται οι ιδιαίτερες συνθήκες και το κλίμα του ιδεολογικού και λογοτεχνικού περιβάλλοντός του και αναζητούνται τα αίτια που συνέβαλαν στη διαμόρφωση, καλλιέργεια και παγίωση της διαφορετικότητας της φωνής του, σε σχέση με αυτήν των μεταπολεμικών ομοτέχνων του. Στη δεύτερη ιχνηλατείται μεθοδικά όλη η ποιητική του πορεία, από τις "πρώτες" |Εποχές| (1944) ως τον |Στόχο| (1969), με την πρόθεση να διερευνηθούν οι σταθμοί και οι κόμβοι, φανεροί και υπόγειοι, που τη όρισαν. Στην τρίτη, τέλος, εν είδει Επιλόγου, προσεγγίζονται τα "μετα-ποιητικά συγκείμενα" του ποιητή (|Το Περιθώριο '68-'69| και το |Υ.Γ.|), "στα οποία η μνήμη του ποιητή ανασύρει προς αναθεώρηση θραύσματα ζωής και χρόνιες ουλές συνειδήσεων" -στο πρώτο- "ή αποφαίνεται εν γένει, μέσα από τα αποστάγματα του βίου, για τα ανθρώπινα" -στο δεύτερο.
Εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ξεχωρίζει ανάμεσα στους ομοτέχνους του εκείνους που η ποίησή τους, "προϊόν" μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, "πηγάζει από τη βάση των γεγονότων και την ιδεολογία που τα εμπνέει" κατά το χρονικό διάστημα 1944-1967 (Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορία). Ξεχωρίζει εξαιτίας της ιδιάζουσας ποιητικής ιδιοσυστασίας του (κάτι που προκύπτει και από τη παράλληλη προσέγγιση που επιχειρεί ο συγγραφέας στο έργο του Αναγνωστάκη και των ομοϊδεατών και συντοπιτών του ποιητών, του Κλείτου Κύρου και του Πάνου Θασίτη), η οποία οφείλεται στην άκρως αναπτυγμένη "συναιρετική" ικανότητά του~ στην ενδιάθετη τάση του να συναιρεί, "με διάμεσο την αισθαντική περίσκεψη, το αίσθημα και τη νόηση", ενστικτωδώς αποφεύγοντας τον κίνδυνο τόσο της διάχυσης του αισθήματος, όσο και της αφαίρεσης της νόησης. Αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια αυτής του της διαφορετικότητας, ο Γιάννης Δάλλας, τα εντοπίζει κατ' αρχάς στα στοιχεία που συγκροτούν τον ποιητικό του εξοπλισμό~ στην ατομική του συνείδηση που σχετίζεται με την αστική του καταγωγή και καλλιέργεια και, συνακόλουθα, στις πνευματικές του καταβολές, οι οποίες ανάγονται στον γαλλόφωνο μετασυμβολισμό, καθώς και στα ελληνικά παράγωγά του τού μεσοπολέμου και της κατοχής. Στοιχεία που συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση της ποιητικής του αισθαντικότητας, όπως αυτή κραταιώθηκε και εμπλουτίστηκε ύστερα από τον προβληματισμό του ιδεολόγου και την εμπειρία της σκληρής πολιτικής δοκιμασίας.
Αναφερόμενος, εν συνεχεία, στο καινούριο που εκόμισαν στην ποίηση και τη γλώσσα οι πρώτοι ποιητές του μεταπολέμου, στην αλλαγή της λογοτεχνικότητας, που σήμανε και το γύρισμα της σελίδας στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, ψαύει, με διάθεση ερευνητική, ενισχυμένη από αγάπη και μνήμες της νεότητάς του, τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον Αναγνωστάκη από τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους του. Στέκεται στον τρόπο με τον οποίο, αρχίζοντας ο τελευταίος "από τη συγκεκριμένη βίωση και προβληματική του πάσχοντος προσώπου", ανεβαίνει "ως τα καθολικότερα προβλήματα της κρίσιμης ιστορικής στιγμής, μέσα στην οποία διαπρέπει και συντρίβεται η ανθρώπινη ομάδα". Κι ακόμα στέκεται στο γεγονός ότι σε καμία περίπτωση, στον Αναγνωστάκη, η κοινωνική αναφορά δεν είναι, όπως είθισται, αυτοσκοπός, "αλλά μια δοκιμασμένη απ' έξω ευκαιρία για εσωτερίκευση, μέσω της οποίας αποκτά μία βαθύτερη συνείδηση του κόσμου. Μια τέτοια πνευματική-ιδεολογική-ηθική στάση είναι φυσικό να προϋποθέτει, μάλλον να απαιτεί, την ανάπτυξη μιας άλλης γλωσσικής συμπεριφοράς, ανταποκρινόμενης σε έναν άλλο τρόπο θέασης του κατακερματισμένου μεταπολεμικού κόσμου. Απαιτεί αναδιάρθρωση του λόγου όχι ως γλώσσας θεσμικής, αλλά ως ομιλίας~ έναν τόνο φωνής χωρίς τις "μυθοδραματικές ή "μυθολυρικές" υπερβάσεις του Σεφέρη και του Ελύτη αντίστοιχα, χωρίς τον προγραμματισμό του Ρίτσου, χωρίς την ανατρεπτικότητα των υπερρεαλιστών και διαφοροποιημένη, ψυχολογικά και εκφραστικά, απ' αυτήν των ομηλίκων αριστερών ομοτέχνων του.
Εκτός από την αναδιάρθρωση του λόγου και της φωνής, κάτι άλλο που, κατά την άποψη του συγγραφέα, συμβάλλει στην ιδιαιτερότητα του ύφους του Αναγνωστάκη, είναι η παράπλευρη με το αίσθημα και μονίμως σε εγρήγορση ελεγκτική σκέψη του. Μία σκέψη "βιοθεωρητική", που δρα καταλυτικά, ανασχετικά ή ενισχυτικά, σε ό,τι χαρακτηρίζει τη λογοτεχνικότητά του: στην καθημερινότητα του λόγου του και στην "ασημαντότητα των βωβών προσώπων των κειμένων του". Μία σκέψη που, προϊόντος του χρόνου, γίνεται όλο και περισσότερο δραστική, παρεμβατική και, κατά κάποιο τρόπο, προστατευτική, με τη μορφή του κριτικού σχολιαστή. Κάτι που γίνεται φανερό, αν παρακολουθήσει κανείς τα ποιήματα των |Εποχών| (|Εποχές, Εποχές 2 και Εποχές 3|)~ όπου, παράλληλα με την, από συλλογή σε συλλογή, γλωσσική διαστρωμάτωση (γλώσσα του ιδιωτικού ημερολογίου, γλώσσα του διαλόγου και γλώσσα γραφειοκρατική ή συνθηματική) και, βέβαια, παράλληλα με την προσωπική περιπέτεια και την περιπέτεια της ελληνικής αριστεράς το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '40, πυκνώνουν και γίνονται ολοένα δραστικότερες και οργανικότερες οι νοητικές παρεμβάσεις του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου.
Εκεί όμως που ο Γιάννης Δάλλας αναγνωρίζει στον Αναγνωστάκη ιδιότητες του ανθρώπου της συντεχνίας, χωρίς ωστόσο να έχει απεμπολήσει τα ιδιάζοντα, ιδιοσυγκρασιακά, γνωρισματικά του στοιχεία, είναι στα ποιήματα που συνθέτουν τις τρεις |Συνέχειες| και που είναι γραμμένα κατά τη δεκαετία 1953-1962. "Είναι η στιγμή -όπως λέει- που ξεχωρίζει ο χαρακτήρας του προσώπου του Μανόλη Αναγνωστάκη μέσα από τη συλλογική εικόνα των συντρόφων του και της εποχής του", με παράλληλη τη μετατόπιση του βάρους της πρωτοβουλίας από την ομάδα στο ποιητικό εγώ, το οποίο, έχοντας καταφέρει να αποδεσμεύσει, να απεμπλέξει την εμπειρία από τα γρανάζια του συναισθήματος, καθώς και από ογκώδη της μυθεύματα, μπορεί και αποστασιοποιείται από τα πράγματα, με συνέπεια να μη μιλάει πια γι' αυτά, ούτε να "συνομιλεί" μαζί τους, αλλά να τα "δείχνει". Ακόμα και για τα γραμμένα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του '67 ποιήματα του |Στόχου| -ένα μέρος των οποίων πρωτοδημοσιεύτηκε στην ομαδική έκδοση |Δεκαοχτώ κείμενα| (1970)-, όπου η εξομολογητική διάθεση των |Εποχών| και η διάθεση για συνομιλία ή απολογία των |Συνεχειών| γίνεται καταγγελτική φωνή ή διαμαρτυρία, μολονότι ακούγεται σ' αυτά η περιπέτεια των ιδεολογικών αγώνων τριάντα χρόνων, δύσκολα θα μπορούσε να τα εντάξει κάποιος στην κατηγορία της αντιστασιακής ποίησης. Κι αυτό γιατί, κατά τον Δάλλα, στον Αναγνωστάκη "προηγήθηκε και επιμένει πάντα η περιπέτεια ενός ατόμου που κρίνεται οριστικά εκεί που ενηλικιώθηκε, στη διαλεκτική του με τα ομαδικά προβλήματα".
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, τολμηρή και ανασκευαστική της κρατούσας άποψης που θεωρεί τον Αναγνωστάκη έναν φύσει πολιτικό ποιητή, είναι η θέση του Δάλλα, ο οποίος ισχυρίζεται και αποδεικνύει ότι, απεναντίας, έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή, με την πιο ευρεία σημασία, πρωτίστως ερωτικό. Κι αυτό γιατί η ποίησή του, ενώ στην πρώιμη φάση της είναι αισθηματική, εξελισσόμενη γίνεται λατρευτική, προσηλωμένη "στον πυρήνα του λατρευτικού ειδώλου ή αντικειμένου της", για να γίνει, στην τελική της δοκιμασία, μέσω των τραυματικών εμπειριών και βιωμάτων της εποχής, δραματική. Η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα και η εγγενής ατομική του συνείδηση, που δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετα με την αστική του αγωγή και καλλιέργεια και τις πνευματικές-αισθητικές καταβολές του -παράγοντες καθοριστικοί της γλώσσας και του ύφους του-, έκαναν, κατά τον Δάλλα, "δύσκολη και αμήχανη συχνά την εμπλοκή του και την αντίδρασή του προς τα πράγματα της πολιτείας και της ιστορίας". Και η ποίησή του, ακόμα κι αν εκληφθεί ως μαρτυρία ενός ανθρώπου που βιώνει τα τραυματικά ιστορικά και ιδεολογικά δρώμενα της εποχής του, ακόμα κι αν "αποβαίνει -'εκ συμψηφισμού' και 'εξελικτικά'- πολιτική", δεν χάνει την αισθηματικότητά της, καθώς "η ιδεολογία στην περίπτωσή του έχει τη χροιά ενός βαρύτιμου αισθήματος, αλλά και η πολιτική του περιπέτεια μοιάζει με εμπειρία ερωτική". Με συνέπεια η ποίησή του, "παρά την κοινωνική προσήλωσή της, να συνθέτει και να κλιβανίζει μέσα της και την προβληματική της υπαρξιακής ανησυχίας της ψυχής και τη γλώσσα της εκφραστικής πρωτοπορίας"~ κι ακόμα, να διαφοροποιείται και να αντιδιαστέλλεται από την ποίηση των ομηλίκων και ομοϊδεατών ομοτέχνων του.
"Ακούγοντας" κανείς τον Γιάννη Δάλλα να "μιλάει" για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, δεν μπορεί να μη διακρίνει ένα ρίγος συγκίνησης να διαπερνάει τη γραφή-φωνή του. Μία διακριτική πρόθεση να αποδώσει δικαιοσύνη στον ποιητή, αλλά και στους συνοδοιπόρους του, που υπήρξαν και δικοί του συνοδοιπόροι. Εκπρόσωπος κι αυτός της ίδιας γενιάς, έχοντας βιώσει τα ίδια τραυματικά γεγονότα και τις ίδιες τραγελαφικές καταστάσεις, χωρίς να χάνει την αντικειμενικότητα του αισθαντικού αναγνώστη και απόλυτου, και από πρώτο χέρι, γνώστη, τόσο της έκτασης που καλείται να ερευνήσει, όσο και του πολυσύνθετου υπεδάφους της, χωρίς να το θέλει, συχνά γίνεται αυτοβιογραφικός~ αναφέρεται στα πάθη και στα αδιέξοδα, στις εσώστροφες μετακινήσεις και στις ιδιαιτερότητες ποιητών της γενιάς του. Με τη νηφαλιότητα που του επιβάλλει η ιδιότητά του τού μελετητή και του επιτρέπει ο χρόνος, ερευνά, αποφαίνεται και, κάποτε "απολογείται". Συχνά, η τριτοπρόσωπη αναφορά του σε πρόσωπα και καταστάσεις, "αυτός" ή "αυτοί", μετατρέπεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο~ γίνεται "εμείς". Γεγονός που προσδίδει στο εγχείρημά του μιαν ιδιαίτερη θερμότητα, αυτήν του ανθρώπου που αισθάνεται την ανάγκη ή, εν πάση περιπτώσει, του δίνεται η ευκαιρία, έστω μιλώντας για κάποιον άλλο, να απολογηθεί ή να εκμυστηρευθεί.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας