Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Για τον Αναγνωστακη [Αυγη]

Του Κώστα Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Αυγή 16.09.2007

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, |Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίηση και ιδεολογία|, εκδόσεις Κέδρος, σ. 266

Κείμενα τριάντα πέντε χρόνων (1972-2005) συναπαρτίζουν το ανά χείρας βιβλίο του Γιάννη Δάλλα. Κείμενα γραμμένα με αφορμή και με μορφή ανακοινώσεων, σε επιστημονικά ή λογοτεχνικά συνέδρια, κριτικών και αφιερωμάτων σε περιοδικά και σεμινάρια προς τιμήν του ποιητή που, συνδυασμένα-ταξινομημένα τώρα σε τρεις ομόκεντρες ενότητες, συγκροτούν οπτικές γωνίες, το άνοιγμα των οποίων επιτρέπει επάλληλες και πολυεπίπεδες αναγνώσεις όλων των πτυχών που συνθέτουν το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται οι ιδιαίτερες συνθήκες και το κλίμα του ιδεολογικού και λογοτεχνικού περιβάλλοντός του και αναζητούνται τα αίτια που συνέβαλαν στη διαμόρφωση, καλλιέργεια και παγίωση της διαφορετικότητας της φωνής του, σε σχέση με αυτήν των μεταπολεμικών ομοτέχνων του. Στη δεύτερη ιχνηλατείται μεθοδικά όλη η ποιητική του πορεία, από τις "πρώτες" |Εποχές| (1944) ως τον |Στόχο| (1969), με την πρόθεση να διερευνηθούν οι σταθμοί και οι κόμβοι, φανεροί και υπόγειοι, που τη όρισαν. Στην τρίτη, τέλος, εν είδει Επιλόγου, προσεγγίζονται τα "μετα-ποιητικά συγκείμενα" του ποιητή (|Το Περιθώριο '68-'69| και το |Υ.Γ.|), "στα οποία η μνήμη του ποιητή ανασύρει προς αναθεώρηση θραύσματα ζωής και χρόνιες ουλές συνειδήσεων" -στο πρώτο- "ή αποφαίνεται εν γένει, μέσα από τα αποστάγματα του βίου, για τα ανθρώπινα" -στο δεύτερο.
Εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ξεχωρίζει ανάμεσα στους ομοτέχνους του εκείνους που η ποίησή τους, "προϊόν" μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, "πηγάζει από τη βάση των γεγονότων και την ιδεολογία που τα εμπνέει" κατά το χρονικό διάστημα 1944-1967 (Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορία). Ξεχωρίζει εξαιτίας της ιδιάζουσας ποιητικής ιδιοσυστασίας του (κάτι που προκύπτει και από τη παράλληλη προσέγγιση που επιχειρεί ο συγγραφέας στο έργο του Αναγνωστάκη και των ομοϊδεατών και συντοπιτών του ποιητών, του Κλείτου Κύρου και του Πάνου Θασίτη), η οποία οφείλεται στην άκρως αναπτυγμένη "συναιρετική" ικανότητά του~ στην ενδιάθετη τάση του να συναιρεί, "με διάμεσο την αισθαντική περίσκεψη, το αίσθημα και τη νόηση", ενστικτωδώς αποφεύγοντας τον κίνδυνο τόσο της διάχυσης του αισθήματος, όσο και της αφαίρεσης της νόησης. Αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια αυτής του της διαφορετικότητας, ο Γιάννης Δάλλας, τα εντοπίζει κατ' αρχάς στα στοιχεία που συγκροτούν τον ποιητικό του εξοπλισμό~ στην ατομική του συνείδηση που σχετίζεται με την αστική του καταγωγή και καλλιέργεια και, συνακόλουθα, στις πνευματικές του καταβολές, οι οποίες ανάγονται στον γαλλόφωνο μετασυμβολισμό, καθώς και στα ελληνικά παράγωγά του τού μεσοπολέμου και της κατοχής. Στοιχεία που συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση της ποιητικής του αισθαντικότητας, όπως αυτή κραταιώθηκε και εμπλουτίστηκε ύστερα από τον προβληματισμό του ιδεολόγου και την εμπειρία της σκληρής πολιτικής δοκιμασίας.
Αναφερόμενος, εν συνεχεία, στο καινούριο που εκόμισαν στην ποίηση και τη γλώσσα οι πρώτοι ποιητές του μεταπολέμου, στην αλλαγή της λογοτεχνικότητας, που σήμανε και το γύρισμα της σελίδας στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, ψαύει, με διάθεση ερευνητική, ενισχυμένη από αγάπη και μνήμες της νεότητάς του, τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον Αναγνωστάκη από τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους του. Στέκεται στον τρόπο με τον οποίο, αρχίζοντας ο τελευταίος "από τη συγκεκριμένη βίωση και προβληματική του πάσχοντος προσώπου", ανεβαίνει "ως τα καθολικότερα προβλήματα της κρίσιμης ιστορικής στιγμής, μέσα στην οποία διαπρέπει και συντρίβεται η ανθρώπινη ομάδα". Κι ακόμα στέκεται στο γεγονός ότι σε καμία περίπτωση, στον Αναγνωστάκη, η κοινωνική αναφορά δεν είναι, όπως είθισται, αυτοσκοπός, "αλλά μια δοκιμασμένη απ' έξω ευκαιρία για εσωτερίκευση, μέσω της οποίας αποκτά μία βαθύτερη συνείδηση του κόσμου. Μια τέτοια πνευματική-ιδεολογική-ηθική στάση είναι φυσικό να προϋποθέτει, μάλλον να απαιτεί, την ανάπτυξη μιας άλλης γλωσσικής συμπεριφοράς, ανταποκρινόμενης σε έναν άλλο τρόπο θέασης του κατακερματισμένου μεταπολεμικού κόσμου. Απαιτεί αναδιάρθρωση του λόγου όχι ως γλώσσας θεσμικής, αλλά ως ομιλίας~ έναν τόνο φωνής χωρίς τις "μυθοδραματικές ή "μυθολυρικές" υπερβάσεις του Σεφέρη και του Ελύτη αντίστοιχα, χωρίς τον προγραμματισμό του Ρίτσου, χωρίς την ανατρεπτικότητα των υπερρεαλιστών και διαφοροποιημένη, ψυχολογικά και εκφραστικά, απ' αυτήν των ομηλίκων αριστερών ομοτέχνων του.
Εκτός από την αναδιάρθρωση του λόγου και της φωνής, κάτι άλλο που, κατά την άποψη του συγγραφέα, συμβάλλει στην ιδιαιτερότητα του ύφους του Αναγνωστάκη, είναι η παράπλευρη με το αίσθημα και μονίμως σε εγρήγορση ελεγκτική σκέψη του. Μία σκέψη "βιοθεωρητική", που δρα καταλυτικά, ανασχετικά ή ενισχυτικά, σε ό,τι χαρακτηρίζει τη λογοτεχνικότητά του: στην καθημερινότητα του λόγου του και στην "ασημαντότητα των βωβών προσώπων των κειμένων του". Μία σκέψη που, προϊόντος του χρόνου, γίνεται όλο και περισσότερο δραστική, παρεμβατική και, κατά κάποιο τρόπο, προστατευτική, με τη μορφή του κριτικού σχολιαστή. Κάτι που γίνεται φανερό, αν παρακολουθήσει κανείς τα ποιήματα των |Εποχών| (|Εποχές, Εποχές 2 και Εποχές 3|)~ όπου, παράλληλα με την, από συλλογή σε συλλογή, γλωσσική διαστρωμάτωση (γλώσσα του ιδιωτικού ημερολογίου, γλώσσα του διαλόγου και γλώσσα γραφειοκρατική ή συνθηματική) και, βέβαια, παράλληλα με την προσωπική περιπέτεια και την περιπέτεια της ελληνικής αριστεράς το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '40, πυκνώνουν και γίνονται ολοένα δραστικότερες και οργανικότερες οι νοητικές παρεμβάσεις του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου.
Εκεί όμως που ο Γιάννης Δάλλας αναγνωρίζει στον Αναγνωστάκη ιδιότητες του ανθρώπου της συντεχνίας, χωρίς ωστόσο να έχει απεμπολήσει τα ιδιάζοντα, ιδιοσυγκρασιακά, γνωρισματικά του στοιχεία, είναι στα ποιήματα που συνθέτουν τις τρεις |Συνέχειες| και που είναι γραμμένα κατά τη δεκαετία 1953-1962. "Είναι η στιγμή -όπως λέει- που ξεχωρίζει ο χαρακτήρας του προσώπου του Μανόλη Αναγνωστάκη μέσα από τη συλλογική εικόνα των συντρόφων του και της εποχής του", με παράλληλη τη μετατόπιση του βάρους της πρωτοβουλίας από την ομάδα στο ποιητικό εγώ, το οποίο, έχοντας καταφέρει να αποδεσμεύσει, να απεμπλέξει την εμπειρία από τα γρανάζια του συναισθήματος, καθώς και από ογκώδη της μυθεύματα, μπορεί και αποστασιοποιείται από τα πράγματα, με συνέπεια να μη μιλάει πια γι' αυτά, ούτε να "συνομιλεί" μαζί τους, αλλά να τα "δείχνει". Ακόμα και για τα γραμμένα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του '67 ποιήματα του |Στόχου| -ένα μέρος των οποίων πρωτοδημοσιεύτηκε στην ομαδική έκδοση |Δεκαοχτώ κείμενα| (1970)-, όπου η εξομολογητική διάθεση των |Εποχών| και η διάθεση για συνομιλία ή απολογία των |Συνεχειών| γίνεται καταγγελτική φωνή ή διαμαρτυρία, μολονότι ακούγεται σ' αυτά η περιπέτεια των ιδεολογικών αγώνων τριάντα χρόνων, δύσκολα θα μπορούσε να τα εντάξει κάποιος στην κατηγορία της αντιστασιακής ποίησης. Κι αυτό γιατί, κατά τον Δάλλα, στον Αναγνωστάκη "προηγήθηκε και επιμένει πάντα η περιπέτεια ενός ατόμου που κρίνεται οριστικά εκεί που ενηλικιώθηκε, στη διαλεκτική του με τα ομαδικά προβλήματα".
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, τολμηρή και ανασκευαστική της κρατούσας άποψης που θεωρεί τον Αναγνωστάκη έναν φύσει πολιτικό ποιητή, είναι η θέση του Δάλλα, ο οποίος ισχυρίζεται και αποδεικνύει ότι, απεναντίας, έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή, με την πιο ευρεία σημασία, πρωτίστως ερωτικό. Κι αυτό γιατί η ποίησή του, ενώ στην πρώιμη φάση της είναι αισθηματική, εξελισσόμενη γίνεται λατρευτική, προσηλωμένη "στον πυρήνα του λατρευτικού ειδώλου ή αντικειμένου της", για να γίνει, στην τελική της δοκιμασία, μέσω των τραυματικών εμπειριών και βιωμάτων της εποχής, δραματική. Η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα και η εγγενής ατομική του συνείδηση, που δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετα με την αστική του αγωγή και καλλιέργεια και τις πνευματικές-αισθητικές καταβολές του -παράγοντες καθοριστικοί της γλώσσας και του ύφους του-, έκαναν, κατά τον Δάλλα, "δύσκολη και αμήχανη συχνά την εμπλοκή του και την αντίδρασή του προς τα πράγματα της πολιτείας και της ιστορίας". Και η ποίησή του, ακόμα κι αν εκληφθεί ως μαρτυρία ενός ανθρώπου που βιώνει τα τραυματικά ιστορικά και ιδεολογικά δρώμενα της εποχής του, ακόμα κι αν "αποβαίνει -'εκ συμψηφισμού' και 'εξελικτικά'- πολιτική", δεν χάνει την αισθηματικότητά της, καθώς "η ιδεολογία στην περίπτωσή του έχει τη χροιά ενός βαρύτιμου αισθήματος, αλλά και η πολιτική του περιπέτεια μοιάζει με εμπειρία ερωτική". Με συνέπεια η ποίησή του, "παρά την κοινωνική προσήλωσή της, να συνθέτει και να κλιβανίζει μέσα της και την προβληματική της υπαρξιακής ανησυχίας της ψυχής και τη γλώσσα της εκφραστικής πρωτοπορίας"~ κι ακόμα, να διαφοροποιείται και να αντιδιαστέλλεται από την ποίηση των ομηλίκων και ομοϊδεατών ομοτέχνων του.
"Ακούγοντας" κανείς τον Γιάννη Δάλλα να "μιλάει" για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, δεν μπορεί να μη διακρίνει ένα ρίγος συγκίνησης να διαπερνάει τη γραφή-φωνή του. Μία διακριτική πρόθεση να αποδώσει δικαιοσύνη στον ποιητή, αλλά και στους συνοδοιπόρους του, που υπήρξαν και δικοί του συνοδοιπόροι. Εκπρόσωπος κι αυτός της ίδιας γενιάς, έχοντας βιώσει τα ίδια τραυματικά γεγονότα και τις ίδιες τραγελαφικές καταστάσεις, χωρίς να χάνει την αντικειμενικότητα του αισθαντικού αναγνώστη και απόλυτου, και από πρώτο χέρι, γνώστη, τόσο της έκτασης που καλείται να ερευνήσει, όσο και του πολυσύνθετου υπεδάφους της, χωρίς να το θέλει, συχνά γίνεται αυτοβιογραφικός~ αναφέρεται στα πάθη και στα αδιέξοδα, στις εσώστροφες μετακινήσεις και στις ιδιαιτερότητες ποιητών της γενιάς του. Με τη νηφαλιότητα που του επιβάλλει η ιδιότητά του τού μελετητή και του επιτρέπει ο χρόνος, ερευνά, αποφαίνεται και, κάποτε "απολογείται". Συχνά, η τριτοπρόσωπη αναφορά του σε πρόσωπα και καταστάσεις, "αυτός" ή "αυτοί", μετατρέπεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο~ γίνεται "εμείς". Γεγονός που προσδίδει στο εγχείρημά του μιαν ιδιαίτερη θερμότητα, αυτήν του ανθρώπου που αισθάνεται την ανάγκη ή, εν πάση περιπτώσει, του δίνεται η ευκαιρία, έστω μιλώντας για κάποιον άλλο, να απολογηθεί ή να εκμυστηρευθεί.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: